κουτσοδουλειά

κουτσοδουλειά
η
ασήμαντη δουλειά με την οποία ίσα ίσα καταφέρνει να εξοικονομεί κάποιος τα απαραίτητα για τη ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο-* + δουλειά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κουτσο- — (Μ κουτσο ) α συνθετικό λ. τής Μεσαιωνικής και κυρίως τής Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το επίθ. κουτσός ή το επίρρ. κουτσά και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι κομμένο, κολοβωμένο (κουτσόγλωσσος, κουτσοκέφαλος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”